ρεβέκα

ρεβέκα
η, Ν
βλ. ρεμπέκ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ревекка — У этого термина существуют и другие значения, см. Ревекка (имя). Ревекка (רִבְקָה) …   Википедия

  • ρεμπέκ — το, και ρεμπέκα και ρεβέκα, η, Ν μουσ. χορδόφωνο μουσικό όργανο με δοξάρι τής μεσαιωνικής και πρώιμης αναγεννησιακής μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rebec / rebeck < μσν. γαλλ. rebec, αραβ. rebāb (βλ. λ. ραμπάμπ) πιθ. κατ επίδραση τού γαλλ. bec… …   Dictionary of Greek

  • Άντερσον, Τζούντιθ — (Dame Judith Anderson, Αδελαΐδα Αυστραλίας 1898 – 1992). Αγγλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Το πραγματικό της όνομα ήταν Φράνσις Μάργκαρετ Ά. Πρωταγωνίστρια δραματικών ρόλων, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1915 στο Σίδνεϊ και το 1918… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”